Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svariatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zvarjaˈtettsa]

1 ποικιλία
2 ανομοιότητα
3 ποικιλομορφία
4 ποικιλία
5 πολυποικιλία
6 παραλλαγή
7 διαφορετικότητα
8 διαφορά
9 ανομοιομορφία
10 μεταβολή
11 μεταβλητότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svariatamente svariato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svaporazione (θηλ.ουσ)
svariamento (ουσ αρσ )
svariare (ρ.αμτβ.)
svariare (ρ. μτβ.)
svariatamente (επίρ.)
svariatezza (θηλ.ουσ)
svariato (αρσ. επίθ και ουσ)
svarione (ουσ αρσ )
svasare (ρ. μτβ.)
svasato (αρσ. επίθ και ουσ)
svasatore (ουσ αρσ )
svasatura (θηλ.ουσ)
svasso (ουσ αρσ )
svastica (θηλ.ουσ)
svecchiamento (ουσ αρσ )
svecchiare (ρ. μτβ.)
svecciatoio (ουσ αρσ )
svecciatore (ουσ αρσ )
svedese (ουσ αρσ )
svedese (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---