Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svegliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zveʎˈʎare]

ξυπνώ

svegliarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zveʎˈʎarsi]

ξυπνώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sveglia svegliarino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svecciatore (ουσ αρσ )
svedese (ουσ αρσ )
svedese (θηλ.ουσ)
svedese (επίθ.)
sveglia (θηλ.ουσ)
svegliare (ρ. μτβ.)
svegliarsi (ρ.μ. (αντων.))
svegliarino (ουσ αρσ )
sveglio (επίθ.)
svelamento (ουσ αρσ )
svelare (ρ. μτβ.)
svelarsi (ρ.μ. (αντων.))
svelenare (ρ. μτβ.)
svelenarsi (ρ.μ. (αντων.))
svelenire (ρ. μτβ.)
svelenirsi (ρ.μ. (αντων.))
svellere (ρ. μτβ.)
sveltamente (επίρ.)
sveltezza (θηλ.ουσ)
sveltimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---