Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsveltiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zveltiˈmento] 1 αδυνάτισμα 2 απλοποίηση 3 απλούστευση 4 επιτάχυνση 5 τάχυνση 6 απίσχνανση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |