Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsveltìre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [zvelˈtire] 1 ξυπνώ 2 κάνω κάποιον να βγει από το καβούκι του 3 σηκών κάποιον από τον ύπνο 4 απλουστεύω 5 βραχύνω 6 καθιστώ πιο ευλύγιστο 7 ταχύνω 8 επιταχύνω 9 επισπεύδω 10 κάνω κάποιον πιο ευέλικτο 11 κάνω κάποιον σβέλτο sveltirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [zvelˈtirsi] 1 βγαίνω από το καβούκι μου 2 ξυπνώ 3 αφυπνίζομαι 4 γίνομαι πιο σβέλτος 5 γίνομαι γρήγορος 6 γίνομαι πιο γρήγορος 7 γίνομαι πιο ευέλικτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |