Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svenàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zveˈnare]

κόβω τις φλέβες κάποιου

svenarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zveˈnarsi]

1 ξοδεύω μέχρι τελευταία δεκάρα
2 ανοίγω τις φλέβες μου
3 κόβω τις φλέβες μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svelto svendere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sveltezza (θηλ.ουσ)
sveltimento (ουσ αρσ )
sveltire (ρ. μτβ.)
sveltirsi (ρ.μ. (αντων.))
svelto (επίθ.)
svenare (ρ. μτβ.)
svenarsi (ρ.μ. (αντων.))
svendere (ρ. μτβ.)
svendita (θηλ.ουσ)
svenevolezza (θηλ.ουσ)
svenevolmente (επίρ.)
svenimento (ουσ αρσ )
svenire (ρ.αμτβ.)
sventagliare (ρ. μτβ.)
sventagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
sventagliata (θηλ.ουσ)
sventare (ρ. μτβ.)
sventatamente (επίρ.)
sventatezza (θηλ.ουσ)
sventato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---