ItalianoGreco


sventàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zvenˈtato]

ελαφρόμυαλος άνθρωπος

sventàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zvenˈtato]

1 ασύνετος
2 ασυλλόγιστος
3 απρονόητος
4 άσκεφτος
5 άμυαλος
6 άκριτος
7 απερίσκεφτος
8 απρόσεχτος
9 απερίσκεπτος
10 απρόσεκτος
11 αλόγιαστος
12 αφηρημένος
13 αστόχαστος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---