Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sventàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zvenˈtato]

ελαφρόμυαλος άνθρωπος

sventàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zvenˈtato]

1 ασύνετος
2 ασυλλόγιστος
3 απρονόητος
4 άσκεφτος
5 άμυαλος
6 άκριτος
7 απερίσκεφτος
8 απρόσεχτος
9 απερίσκεπτος
10 απρόσεκτος
11 αλόγιαστος
12 αφηρημένος
13 αστόχαστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sventatezza sventola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sventagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
sventagliata (θηλ.ουσ)
sventare (ρ. μτβ.)
sventatamente (επίρ.)
sventatezza (θηλ.ουσ)
sventato (ουσ αρσ )
sventato (επίθ.)
sventola (θηλ.ουσ)
sventolamento (ουσ αρσ )
sventolare (ρ.αμτβ.)
sventolare (ρ. μτβ.)
sventolarsi (ρ.μ. (αντων.))
sventolata (θηλ.ουσ)
sventramento (ουσ αρσ )
sventrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sventura (θηλ.ουσ)
sventuratamente (επίρ.)
sventurato (ουσ αρσ )
sventurato (επίθ.)
svergare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---