ItalianoGreco


sventuràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zventuˈrato]

δυστυχισμένος άνθρωπος

sventuràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zventuˈrato]

1 δυστυχής
2 δυσμενής
3 δυστυχισμένος
4 θλιβερός
5 δύστυχος
6 ατυχής
7 άμοιρος
8 άτυχος
9 αναξιοπαθής
10 απευκταίος
11 ανεπιτυχής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---