Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsverginaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zverʤinaˈmento] 1 εκπαρθένευση 2 παρθενοφθορία 3 διακόρευση 4 ξεπαρθένεμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |