Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svergognàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zvergoɲˈɲato]

ξεδιάντροπος άνθρωπος

svergognàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zvergoɲˈɲato]

1 ανερυθρίαστος
2 ασύστολος
3 ξεδιάντροπος
4 αδιάντροπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svergognatezza svergolamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sverginamento (ουσ αρσ )
sverginare (ρ. μτβ.)
svergognamento (ουσ αρσ )
svergognare (ρ. μτβ.)
svergognatezza (θηλ.ουσ)
svergognato (ουσ αρσ )
svergognato (επίθ.)
svergolamento (ουσ αρσ )
svergolare (ρ. μτβ.)
svernamento (ουσ αρσ )
sverniciare (ρ. μτβ.)
sverniciatore (ουσ αρσ )
sverza (θηλ.ουσ)
sverzare (ρ. μτβ.)
sverzino (ουσ αρσ )
svescicare (ρ. μτβ.)
svescicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
svestire (ρ. μτβ.)
svestirsi (ρ.μ. (αντων.))
svettante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---