Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svescicàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zveʃʃiˈkare]

βγάζω φουσκάλες

svescicàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zveʃʃiˈkarsi]

φουσκαλιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sverzino svestire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sverniciare (ρ. μτβ.)
sverniciatore (ουσ αρσ )
sverza (θηλ.ουσ)
sverzare (ρ. μτβ.)
sverzino (ουσ αρσ )
svescicare (ρ. μτβ.)
svescicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
svestire (ρ. μτβ.)
svestirsi (ρ.μ. (αντων.))
svettante (επίθ.)
svettare (ρ.αμτβ.)
svettare (ρ. μτβ.)
svettatura (θηλ.ουσ)
Svezia (κύρ.όν. θηλ.)
svezzamento (ουσ αρσ )
svezzare (ρ. μτβ.)
svezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sviamento (ουσ αρσ )
sviare (ρ.αμτβ.)
sviare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---