Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svezzaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zvettsaˈmento]

1 κόψιμο συνήθειας
2 απογαλακτισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Svezia svezzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svettante (επίθ.)
svettare (ρ.αμτβ.)
svettare (ρ. μτβ.)
svettatura (θηλ.ουσ)
Svezia (κύρ.όν. θηλ.)
svezzamento (ουσ αρσ )
svezzare (ρ. μτβ.)
svezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sviamento (ουσ αρσ )
sviare (ρ.αμτβ.)
sviare (ρ. μτβ.)
sviarsi (ρ.μ. (αντων.))
sviato (επίθ.)
svicolare (ρ.αμτβ.)
svignare (ρ.αμτβ.)
svignarsela (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
svigorimento (ουσ αρσ )
svigorire (ρ. μτβ.)
svilimento (ουσ αρσ )
svilire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---