Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svettàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zvetˈtare]

1 ανασηκώνομαι
2 σηκώνομαι
3 εγείρομαι
4 σείω την κορυφή (για δέντρο)
5 ανυψώνομαι

svettàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zvetˈtarsi]

1 αφαιρώ εξέχοντα κομμάτια
2 κορφολογώ
3 κλαδεύω
4 κόβω κοντά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svettante svettatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svescicare (ρ. μτβ.)
svescicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
svestire (ρ. μτβ.)
svestirsi (ρ.μ. (αντων.))
svettante (επίθ.)
svettare (ρ.αμτβ.)
svettare (ρ. μτβ.)
svettatura (θηλ.ουσ)
Svezia (κύρ.όν. θηλ.)
svezzamento (ουσ αρσ )
svezzare (ρ. μτβ.)
svezzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sviamento (ουσ αρσ )
sviare (ρ.αμτβ.)
sviare (ρ. μτβ.)
sviarsi (ρ.μ. (αντων.))
sviato (επίθ.)
svicolare (ρ.αμτβ.)
svignare (ρ.αμτβ.)
svignarsela (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---