Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsvignàrsela
ρήμα που κλίνεται με αντωνυμία ή επιρρηματικό μόριο Προσφορά I.P.A.: [zviɲˈɲarsela] 1 μπαινοβγαίνω στη ζούλα 2 μπαίνω απαρατήρητος 3 το σκάω κρυφά 4 κινούμαι λαθραία ή κρυφά permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαsvignarsela = το σκάω, το σκάζω Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |