Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svilupparsi  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zvilupˈparsi]

αναπτύσσομαι

sviluppàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zvilupˈpare]

1 (far crescere) αναπτύσσω
2 foto εμφανίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sviluppabile sviluppato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svilire (ρ. μτβ.)
svillaneggiamento (ουσ αρσ )
svillaneggiare (ρ. μτβ.)
svillaneggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
sviluppabile (επίθ.)
svilupparsi (ρ.αμτβ.)
sviluppare (ρ. μτβ.)
sviluppato (επίθ.)
sviluppatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sviluppatrice (θηλ.ουσ)
sviluppo (ουσ αρσ )
svinare (ρ. μτβ.)
svinatura (θηλ.ουσ)
svincolamento (ουσ αρσ )
svincolare (ρ. μτβ.)
svincolo (ουσ αρσ )
sviolinare (ρ. μτβ.)
sviolinata (θηλ.ουσ)
sviolinatura (θηλ.ουσ)
svirgolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---