Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sviluppàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zvilupˈpato]

1 ισχυρός
2 προχωρημένος
3 εκτεταμένος
4 ρωμαλέος
5 μεγαλωμένος
6 αναπτυγμένος
7 προοδευμένος
8 προηγμένος
9 αναπεπταμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svilupparsi sviluppatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svillaneggiare (ρ. μτβ.)
svillaneggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
sviluppabile (επίθ.)
svilupparsi (ρ.αμτβ.)
sviluppare (ρ. μτβ.)
sviluppato (επίθ.)
sviluppatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sviluppatrice (θηλ.ουσ)
sviluppo (ουσ αρσ )
svinare (ρ. μτβ.)
svinatura (θηλ.ουσ)
svincolamento (ουσ αρσ )
svincolare (ρ. μτβ.)
svincolo (ουσ αρσ )
sviolinare (ρ. μτβ.)
sviolinata (θηλ.ουσ)
sviolinatura (θηλ.ουσ)
svirgolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
svirilizzare (ρ. μτβ.)
svisamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---