ItalianoGreco


svìncolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzvinkolo]

1 αποδέσμευση
2 απελευθέρωση
3 ελευθέρωμα
4 απόζευξη
5 λυτρωμός
6 απαλλαγή
7 λύτρωση
8 ελευθέρωση
9 απολύτρωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---