Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svincolaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zvinkolaˈmento]

1 απόζευξη
2 απολύτρωση
3 λύτρωση
4 ελευθέρωμα
5 απαλλαγή
6 ελευθέρωση
7 αποδέσμευση
8 απελευθέρωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svinatura svincolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sviluppatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sviluppatrice (θηλ.ουσ)
sviluppo (ουσ αρσ )
svinare (ρ. μτβ.)
svinatura (θηλ.ουσ)
svincolamento (ουσ αρσ )
svincolare (ρ. μτβ.)
svincolo (ουσ αρσ )
sviolinare (ρ. μτβ.)
sviolinata (θηλ.ουσ)
sviolinatura (θηλ.ουσ)
svirgolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
svirilizzare (ρ. μτβ.)
svisamento (ουσ αρσ )
svisare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
svisceramento (ουσ αρσ )
sviscerare (ρ. μτβ.)
sviscerarsi (ρ.μ. (αντων.))
svisceratamente (επίρ.)
svisceratezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---