ItalianoGreco


svincolaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zvinkolaˈmento]

1 απόζευξη
2 απολύτρωση
3 λύτρωση
4 ελευθέρωμα
5 απαλλαγή
6 ελευθέρωση
7 αποδέσμευση
8 απελευθέρωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---