Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsvisaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zvizaˈmento] 1 παραποίηση 2 διαστρέβλωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |