Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsvitàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zviˈtato] λοξός άνθρωπος svitàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [zviˈtato] 1 λοξός 2 εκκεντρικός 3 ξεβίδωτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |