Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsvogliaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zvoʎʎaˈmento] 1 απροθυμία 2 αβελτηρία 3 ραθυμία 4 νωθρότητα 5 νωχέλεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |