Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsvòlgere
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [ˈzvɔlʤere] 1 (tema) αναπτύσσω 2 (srotolare) ξετυλίγω 3 (studio) εμβαθύνω svolgersi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [ˈzvɔlʤersi] (avere luogo) λαμβάνω permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαsvolgere le mansioni = εκτελώ χρέη Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |