Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svòlto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈzvɔlto]

1 αναπτυγμένος
2 που έχει γίνει ή εκτελεστεί
3 ξετύλιχτος
4 ξετυλιγμένος
5 ξεδιπλωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svoltata svoltolamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svolgersi (ρ.μ. (αντων.))
svolgimento (ουσ αρσ )
svolta (θηλ.ουσ)
svoltare (ρ.αμτβ.)
svoltata (θηλ.ουσ)
svolto (επίθ.)
svoltolamento (ουσ αρσ )
svoltolare (ρ. μτβ.)
svoltolarsi (ρ.μ. (αντων.))
svuotamento (ουσ αρσ )
svuotare (ρ. μτβ.)
swing (ουσ αρσ )
tabaccaio (ουσ αρσ )
tabaccare (ρ.αμτβ.)
tabaccheria (θηλ.ουσ)
tabacchicoltore (ουσ αρσ )
tabacchicoltura (θηλ.ουσ)
tabacchiera (θηλ.ουσ)
tabacchino (ουσ αρσ )
tabacco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---