Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtabàcco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [taˈbakko] ο καπνός tabàcco επίθετο Προσφορά I.P.A.: [taˈbakko] ο με το χρώμα του καπνού (καφέ καστανό σκούρο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαtabacco [αρσ.] da fiuto = ο ταμπάκος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |