Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svolazzàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zvolatˈtsare]

1 πετώ
2 πτερουγίζω
3 φτερουγίζω
4 ίπταμαι
5 κινώ τα φτερά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svolazzante svolazzio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svogliatezza (θηλ.ουσ)
svogliato (ουσ αρσ )
svogliato (επίθ.)
svolazzamento (ουσ αρσ )
svolazzante (επίθ.)
svolazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
svolazzio (ουσ αρσ )
svolazzo (ουσ αρσ )
svolgere (ρ. μτβ.)
svolgersi (ρ.μ. (αντων.))
svolgimento (ουσ αρσ )
svolta (θηλ.ουσ)
svoltare (ρ.αμτβ.)
svoltata (θηλ.ουσ)
svolto (επίθ.)
svoltolamento (ουσ αρσ )
svoltolare (ρ. μτβ.)
svoltolarsi (ρ.μ. (αντων.))
svuotamento (ουσ αρσ )
svuotare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---