Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsvolàzzo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zvoˈlattso] 1 στολίδι 2 φτερούγισμα 3 (al plurale: ((svolazzi))) στολίδια υπερβολικά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |