Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsvìzzero
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈzvittsero] ο Ελβετός, η Ελβετίδα svìzzero επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈzvittsero] ελβετικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |