Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svisceràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zviʃʃeˈrato]

1 ένθερμος
2 φλογερός
3 δουλοπρεπής
4 παθιασμένος
5 παράφορος
6 περιπαθής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svisceratezza svista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svisceramento (ουσ αρσ )
sviscerare (ρ. μτβ.)
sviscerarsi (ρ.μ. (αντων.))
svisceratamente (επίρ.)
svisceratezza (θηλ.ουσ)
sviscerato (επίθ.)
svista (θηλ.ουσ)
svitare (ρ. μτβ.)
svitarsi (ρ.μ. (αντων.))
svitato (ουσ αρσ )
svitato (επίθ.)
svitatura (θηλ.ουσ)
sviticchiare (ρ. μτβ.)
svizzera (θηλ.ουσ)
svizzero (ουσ αρσ )
svizzero (επίθ.)
svogliamento (ουσ αρσ )
svogliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
svogliatamente (επίρ.)
svogliatezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---