Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svisceratézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zviʃʃeraˈtettsa]

1 δουλοπρέπεια
2 δουλικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svisceratamente sviscerato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svisare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
svisceramento (ουσ αρσ )
sviscerare (ρ. μτβ.)
sviscerarsi (ρ.μ. (αντων.))
svisceratamente (επίρ.)
svisceratezza (θηλ.ουσ)
sviscerato (επίθ.)
svista (θηλ.ουσ)
svitare (ρ. μτβ.)
svitarsi (ρ.μ. (αντων.))
svitato (ουσ αρσ )
svitato (επίθ.)
svitatura (θηλ.ουσ)
sviticchiare (ρ. μτβ.)
svizzera (θηλ.ουσ)
svizzero (ουσ αρσ )
svizzero (επίθ.)
svogliamento (ουσ αρσ )
svogliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
svogliatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---