Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsvisceràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [zviʃʃeˈrare] 1 ερευνώ εξονυχιστικά 2 ξεντερίζω 3 ξεκοιλιάζω sviscerarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [zviʃʃeˈrarsi] υπεραγαπώ κάποιον permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |