Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsvilùppo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zviˈluppo] 1 η ανάπτυξη 2 foto η εμφάνιση permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpaesi [αρσ. πλυθ.] in via di sviluppo = οι υπό ανάπτιξη χώρες [f.] Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |