Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svillaneggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zvillanedˈʤare]

1 λοιδορώ
2 σιχτιρίζω
3 βρίζω
4 προσβάλλω

svillaneggiarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zvillanedˈʤarsi]

βρίζομαι με κάποιον


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svillaneggiamento sviluppabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svigorimento (ουσ αρσ )
svigorire (ρ. μτβ.)
svilimento (ουσ αρσ )
svilire (ρ. μτβ.)
svillaneggiamento (ουσ αρσ )
svillaneggiare (ρ. μτβ.)
svillaneggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
sviluppabile (επίθ.)
svilupparsi (ρ.αμτβ.)
sviluppare (ρ. μτβ.)
sviluppato (επίθ.)
sviluppatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sviluppatrice (θηλ.ουσ)
sviluppo (ουσ αρσ )
svinare (ρ. μτβ.)
svinatura (θηλ.ουσ)
svincolamento (ουσ αρσ )
svincolare (ρ. μτβ.)
svincolo (ουσ αρσ )
sviolinare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---