Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svillaneggiaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zvillanedʤaˈmento]

1 περιύβριση
2 προσβολή
3 σκυλόβρισμα
4 βρίσιμο
5 εξύβριση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svilire svillaneggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svignarsela (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
svigorimento (ουσ αρσ )
svigorire (ρ. μτβ.)
svilimento (ουσ αρσ )
svilire (ρ. μτβ.)
svillaneggiamento (ουσ αρσ )
svillaneggiare (ρ. μτβ.)
svillaneggiarsi (ρ.μ. (αντων.))
sviluppabile (επίθ.)
svilupparsi (ρ.αμτβ.)
sviluppare (ρ. μτβ.)
sviluppato (επίθ.)
sviluppatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sviluppatrice (θηλ.ουσ)
sviluppo (ουσ αρσ )
svinare (ρ. μτβ.)
svinatura (θηλ.ουσ)
svincolamento (ουσ αρσ )
svincolare (ρ. μτβ.)
svincolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---