Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsvezzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [zvetˈtsare] 1 κόβω μια συνήθεια σε κάποιον 2 αποκόβω 3 απογαλακτίζω svezzarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [zvetˈtsarsi] κόβω μια συνήθεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |