Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsventùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [zvenˈtura] 1 κακοτυχία 2 αναποδιά 3 συμφορά 4 ατύχημα 5 δεινοπάθημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |