Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sventolàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zventoˈlare]

1 αιωρούμαι
2 κυματίζω
3 τραντάζομαι
4 πεταλουδίζω
5 σείομαι

sventolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zventoˈlare]

ανεμίζω

sventolarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [zventoˈlarsi]

κάνω αέρα με βεντάλια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sventolamento sventolata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sventatezza (θηλ.ουσ)
sventato (ουσ αρσ )
sventato (επίθ.)
sventola (θηλ.ουσ)
sventolamento (ουσ αρσ )
sventolare (ρ.αμτβ.)
sventolare (ρ. μτβ.)
sventolarsi (ρ.μ. (αντων.))
sventolata (θηλ.ουσ)
sventramento (ουσ αρσ )
sventrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sventura (θηλ.ουσ)
sventuratamente (επίρ.)
sventurato (ουσ αρσ )
sventurato (επίθ.)
svergare (ρ. μτβ.)
sverginamento (ουσ αρσ )
sverginare (ρ. μτβ.)
svergognamento (ουσ αρσ )
svergognare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---