ItalianoGreco


sventraménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zventraˈmento]

1 εκκαθάριση
2 κατεδάφιση
3 καταστροφή
4 ξεκοίλιασμα
5 ξεντέρισμα
6 γκρέμισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---