Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svèntola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈzvɛntola]

1 καταχεριά
2 κόλαφος
3 ρυθμική κίνηση (πυγμαχία)
4 ριπίδι για τη φωτιά
5 βεντάλια
6 χτύπημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sventato sventolamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sventare (ρ. μτβ.)
sventatamente (επίρ.)
sventatezza (θηλ.ουσ)
sventato (ουσ αρσ )
sventato (επίθ.)
sventola (θηλ.ουσ)
sventolamento (ουσ αρσ )
sventolare (ρ.αμτβ.)
sventolare (ρ. μτβ.)
sventolarsi (ρ.μ. (αντων.))
sventolata (θηλ.ουσ)
sventramento (ουσ αρσ )
sventrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sventura (θηλ.ουσ)
sventuratamente (επίρ.)
sventurato (ουσ αρσ )
sventurato (επίθ.)
svergare (ρ. μτβ.)
sverginamento (ουσ αρσ )
sverginare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---