Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sventàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [zvenˈtare]

1 εκμηδενίζω
2 αποκρούω
3 εξαντλώ
4 κατεβάζω πανί
5 ματαιώνω
6 καταβάλλω
7 συγχέω
8 καταπατώ
9 αντικρούω
10 αποθαρρύνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sventagliata sventatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svenimento (ουσ αρσ )
svenire (ρ.αμτβ.)
sventagliare (ρ. μτβ.)
sventagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
sventagliata (θηλ.ουσ)
sventare (ρ. μτβ.)
sventatamente (επίρ.)
sventatezza (θηλ.ουσ)
sventato (ουσ αρσ )
sventato (επίθ.)
sventola (θηλ.ουσ)
sventolamento (ουσ αρσ )
sventolare (ρ.αμτβ.)
sventolare (ρ. μτβ.)
sventolarsi (ρ.μ. (αντων.))
sventolata (θηλ.ουσ)
sventramento (ουσ αρσ )
sventrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sventura (θηλ.ουσ)
sventuratamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---