Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svenìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zveˈnire]

λιγοθυμώ, λιποθυμώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svenimento sventagliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svendere (ρ. μτβ.)
svendita (θηλ.ουσ)
svenevolezza (θηλ.ουσ)
svenevolmente (επίρ.)
svenimento (ουσ αρσ )
svenire (ρ.αμτβ.)
sventagliare (ρ. μτβ.)
sventagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
sventagliata (θηλ.ουσ)
sventare (ρ. μτβ.)
sventatamente (επίρ.)
sventatezza (θηλ.ουσ)
sventato (ουσ αρσ )
sventato (επίθ.)
sventola (θηλ.ουσ)
sventolamento (ουσ αρσ )
sventolare (ρ.αμτβ.)
sventolare (ρ. μτβ.)
sventolarsi (ρ.μ. (αντων.))
sventolata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---