Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svèlto, svélto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈzvɛlto], [ˈzvelto]

σβέλτος (-η, -ο), πρόθυμος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sveltirsi svenare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


alla svelta = στα πεταχτά


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sveltamente (επίρ.)
sveltezza (θηλ.ουσ)
sveltimento (ουσ αρσ )
sveltire (ρ. μτβ.)
sveltirsi (ρ.μ. (αντων.))
svelto (επίθ.)
svenare (ρ. μτβ.)
svenarsi (ρ.μ. (αντων.))
svendere (ρ. μτβ.)
svendita (θηλ.ουσ)
svenevolezza (θηλ.ουσ)
svenevolmente (επίρ.)
svenimento (ουσ αρσ )
svenire (ρ.αμτβ.)
sventagliare (ρ. μτβ.)
sventagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
sventagliata (θηλ.ουσ)
sventare (ρ. μτβ.)
sventatamente (επίρ.)
sventatezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---