Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsvéglio
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈzveʎʎo] 1 (desto) ξύπνιος (-α, -ο) 2 (svelto) έξυπνος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |