Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svéglio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈzveʎʎo]

1 (desto) ξύπνιος (-α, -ο)
2 (svelto) έξυπνος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svegliarino svelamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svedese (επίθ.)
sveglia (θηλ.ουσ)
svegliare (ρ. μτβ.)
svegliarsi (ρ.μ. (αντων.))
svegliarino (ουσ αρσ )
sveglio (επίθ.)
svelamento (ουσ αρσ )
svelare (ρ. μτβ.)
svelarsi (ρ.μ. (αντων.))
svelenare (ρ. μτβ.)
svelenarsi (ρ.μ. (αντων.))
svelenire (ρ. μτβ.)
svelenirsi (ρ.μ. (αντων.))
svellere (ρ. μτβ.)
sveltamente (επίρ.)
sveltezza (θηλ.ουσ)
sveltimento (ουσ αρσ )
sveltire (ρ. μτβ.)
sveltirsi (ρ.μ. (αντων.))
svelto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---