Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsvelaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zvelaˈmento] 1 φανέρωμα 2 κοινολόγηση 3 αποκάλυψη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |