Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svanìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zvaˈnire]

1 χάνομαι
2 γίνομαι καπνός
3 κοπάζω
4 ηρεμώ
5 σβήνω
6 ξεθωριάζω
7 χάνω τη γεύση
8 ξεθυμαίνω
9 χάνω τη μυρουδιά
10 εξαφανίζομαι
11 εξατμίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svanimento svanito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svampare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
svampire (ρ.αμτβ.)
svampito (ουσ αρσ )
svampito (επίθ.)
svanimento (ουσ αρσ )
svanire (ρ.αμτβ.)
svanito (ουσ αρσ )
svanito (επίθ.)
svantaggiato (επίθ.)
svantaggio (ουσ αρσ )
svantaggiosamente (επίρ.)
svantaggioso (επίθ.)
svanzica (θηλ.ουσ)
svaporamento (ουσ αρσ )
svaporare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
svaporazione (θηλ.ουσ)
svariamento (ουσ αρσ )
svariare (ρ.αμτβ.)
svariare (ρ. μτβ.)
svariatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---