Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svampìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zvamˈpire]

1 εξατμίζομαι
2 ξεθυμαίνω
3 εξανεμίζομαι
4 κοπάζω
5 καταλαγιάζω
6 μειώνομαι σε ένταση
7 χάνω το άρωμα
8 χάνω την νοστιμιά
9 ατονώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svampare svampito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svaligiatore (ουσ αρσ )
svalutare (ρ. μτβ.)
svalutarsi (ρ.μ. (αντων.))
svalutazione (θηλ.ουσ)
svampare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
svampire (ρ.αμτβ.)
svampito (ουσ αρσ )
svampito (επίθ.)
svanimento (ουσ αρσ )
svanire (ρ.αμτβ.)
svanito (ουσ αρσ )
svanito (επίθ.)
svantaggiato (επίθ.)
svantaggio (ουσ αρσ )
svantaggiosamente (επίρ.)
svantaggioso (επίθ.)
svanzica (θηλ.ουσ)
svaporamento (ουσ αρσ )
svaporare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
svaporazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---