Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svanìto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zvaˈnito]

1 κρονόληρος
2 γεροκουνενές
3 ραμολής
4 ξούρας
5 γεροξεκούτης
6 χούφταλο
7 ξεκούτης
8 μπάμπαλο
9 νερουλιασμένος άνθρωπος
10 ραμολιμέντο
11 ξεκουτιάρης
12 ραμολί

svanìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zvaˈnito]

σβησμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svanire svantaggiato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svampire (ρ.αμτβ.)
svampito (ουσ αρσ )
svampito (επίθ.)
svanimento (ουσ αρσ )
svanire (ρ.αμτβ.)
svanito (ουσ αρσ )
svanito (επίθ.)
svantaggiato (επίθ.)
svantaggio (ουσ αρσ )
svantaggiosamente (επίρ.)
svantaggioso (επίθ.)
svanzica (θηλ.ουσ)
svaporamento (ουσ αρσ )
svaporare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
svaporazione (θηλ.ουσ)
svariamento (ουσ αρσ )
svariare (ρ.αμτβ.)
svariare (ρ. μτβ.)
svariatamente (επίρ.)
svariatezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---