Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svantaggióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zvantadˈʤoso], [zvantadˈʤozo]

1 επιζήμιος
2 προκατειλημμένος
3 επιβλαβής
4 μειονεκτικός
5 δυσμενής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svantaggiosamente svanzica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svanito (ουσ αρσ )
svanito (επίθ.)
svantaggiato (επίθ.)
svantaggio (ουσ αρσ )
svantaggiosamente (επίρ.)
svantaggioso (επίθ.)
svanzica (θηλ.ουσ)
svaporamento (ουσ αρσ )
svaporare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
svaporazione (θηλ.ουσ)
svariamento (ουσ αρσ )
svariare (ρ.αμτβ.)
svariare (ρ. μτβ.)
svariatamente (επίρ.)
svariatezza (θηλ.ουσ)
svariato (αρσ. επίθ και ουσ)
svarione (ουσ αρσ )
svasare (ρ. μτβ.)
svasato (αρσ. επίθ και ουσ)
svasatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---