Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsvampìto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zvamˈpito] 1 ξεμυαλισμένος 2 ελαφρόμυαλος 3 ανόητος άνθρωπος 4 αμνήμων 5 ξεχασιάρης 6 λησμονιάρης 7 επιλήσμων svampìto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [zvamˈpito] 1 -απρόσεκτος 2 αφηρημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |