Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svampìto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [zvamˈpito]

1 ξεμυαλισμένος
2 ελαφρόμυαλος
3 ανόητος άνθρωπος
4 αμνήμων
5 ξεχασιάρης
6 λησμονιάρης
7 επιλήσμων

svampìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [zvamˈpito]

1 -απρόσεκτος
2 αφηρημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svampire svanimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

svalutare (ρ. μτβ.)
svalutarsi (ρ.μ. (αντων.))
svalutazione (θηλ.ουσ)
svampare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
svampire (ρ.αμτβ.)
svampito (ουσ αρσ )
svampito (επίθ.)
svanimento (ουσ αρσ )
svanire (ρ.αμτβ.)
svanito (ουσ αρσ )
svanito (επίθ.)
svantaggiato (επίθ.)
svantaggio (ουσ αρσ )
svantaggiosamente (επίρ.)
svantaggioso (επίθ.)
svanzica (θηλ.ουσ)
svaporamento (ουσ αρσ )
svaporare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
svaporazione (θηλ.ουσ)
svariamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---