Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsvaligiatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zvaliʤaˈtore] 1 ληστοσυμμορίτης 2 διαρρήκτης 3 κουρσάρος 4 λησταντάρτης 5 κλέφτης 6 διαγουμιστής 7 ληστής 8 γκάνγκστερ 9 πλιατσικολόγος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |