Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsvagàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [zvaˈgato] 1 ξεχασιάρης 2 ονειροπαρμένος 3 αφηρημένος άνθρωπος 4 ασυλλόγιστος άνθρωπος svagàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [zvaˈgato] 1 αστόχαστος 2 ασυλλόγιστος 3 ονειροπαρμένος 4 αφηρημένος 5 απρόσεκτος 6 ξεχασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |