Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


svagatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zvagaˈtettsa]

1 αστοχασιά
2 ασυλλογισιά
3 ονειροπόληση
4 αφηρημάδα
5 απροσεξία
6 αδυναμία συγκέντρωσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  svagataggine svagato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

suvvia (επιφ.)
suzione (θηλ.ουσ)
svagare (ρ. μτβ.)
svagarsi (ρ.μ. (αντων.))
svagataggine (θηλ.ουσ)
svagatezza (θηλ.ουσ)
svagato (ουσ αρσ )
svagato (επίθ.)
svago (ουσ αρσ )
svaligiamento (ουσ αρσ )
svaligiare (ρ. μτβ.)
svaligiatore (ουσ αρσ )
svalutare (ρ. μτβ.)
svalutarsi (ρ.μ. (αντων.))
svalutazione (θηλ.ουσ)
svampare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
svampire (ρ.αμτβ.)
svampito (ουσ αρσ )
svampito (επίθ.)
svanimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---